καγκελώνω

καγκελώνω
καγκέλωσα, καγκελώθηκα, καγκελωμένος, καγκελοφράζω, περιβάλλω με κάγκελα: Πολλά εξοχικά σπίτια είναι καγκελωμένα ολόγυρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καγκελώνω — [κάγκελο] διαχωρίζω ή περιβάλλω με κάγκελα, κιγκλιδώνω …   Dictionary of Greek

  • ακαγκέλωτος — η, ο αυτός που δεν έχει κάγκελα, που δεν είναι περιφραγμένος ή διακοσμημένος με κάγκελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καγκελωτός < καγκελώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”